χυλώνω

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

χυλῶ, -όω, ΝΜΑ χυλός
μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ
νεοελλ.
(αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε»)
μσν.
1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.)
2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό.