τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
το, Ν ψηλώνω1. το να ψηλώνει, να παίρνει ύψος κάποιος ή κάτι (α. «το ψήλωμα του σπιτιού» β. «το ψήλωμα του παιδιού»)2. ύψωμα.