ψήλωμα

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

το, Ν ψηλώνω
1. το να ψηλώνει, να παίρνει ύψος κάποιος ή κάτι (α. «το ψήλωμα του σπιτιού» β. «το ψήλωμα του παιδιού»)
2. ύψωμα.