ψίθυρο

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek Monolingual

το, Ν
ο ψίθυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίθυρος, με αλλαγή γένους].