ψαμμόλιθος

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλ. τ.) ο ψαμμίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].