ψαρόκολλα

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιχθυόκολλα
2. (γενικά) ζωική κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόλλα.