ψαρόκολλα

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιχθυόκολλα
2. (γενικά) ζωική κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόλλα.