ψευδίζω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

Ν ψευδής
έχω ή εμφανίζω ψευδισμό, τσευδίζω.