ψηλογκαμήλα

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

η, Ν
ειρων. ψηλή και άκομψη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + γκαμήλα].