ψιλοκόβω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

Ν
1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι»)
2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κόβω].