ψυχαναλύω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

Ν
εφαρμόζω τη θεραπευτική μέθοδο της ψυχανάλυσης, είμαι ψυχαναλυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναλύω].