ψυχαπώλεια

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η φθορά τών ψυχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἀπώλεια.