ψυχοκόρη

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

η, Ν
θετή κόρη
2. νεαρή υπηρέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κόρη.