ψυχοπιάνομαι

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

Ν
συνέρχομαι ηθικά και σωματικά, δυναμώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πιάνομαι].