ψυχρόφιλος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(μικρβλ.) (για μικροοργανισμό) αυτός που έχει ως άριστο όριο θερμοκρασίας ανάπτυξης κάτω τών 20° C.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychrophilic (< ψυχρός + φίλος)].