ψυχρόφιλος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(μικρβλ.) (για μικροοργανισμό) αυτός που έχει ως άριστο όριο θερμοκρασίας ανάπτυξης κάτω τών 20° C.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychrophilic (< ψυχρός + φίλος)].