ψυχωφέλιμος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
ψυχωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ὠφέλιμος.