ωμόμετρο

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται γρήγορα και πρακτικά η ηλεκτρική αντίσταση διαφόρων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ohmmeter (< Ohm, όν. Γερμανού φυσικού) + meter (< μέτρο)].