амулет
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Russian > Greek
βασκάνιον, ἔνδεσμα, παράρτημα, περίαμμα, περίαπτον, προβασκάνιον, φυλακτήριον
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
βασκάνιον, ἔνδεσμα, παράρτημα, περίαμμα, περίαπτον, προβασκάνιον, φυλακτήριον