ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἔμφυτος, ξυγγενής, ξύμφυτος, ξύντροφος, συγγενής, συγγενικός, σύγγονος, συμφυής, σύμφυτος, σύντροφος