довершать
From LSJ
Russian > Greek
προσβιβάζω, ἐπανύω, ἐπεξεργάζομαι, καρανόω, ἐπιτελέω, ἐπιδιορθόω, ἀποτελέω, συμπεραίνω, θριγκόω, ἀνακομίζω
προσβιβάζω, ἐπανύω, ἐπεξεργάζομαι, καρανόω, ἐπιτελέω, ἐπιδιορθόω, ἀποτελέω, συμπεραίνω, θριγκόω, ἀνακομίζω