затруднительный
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Russian > Greek
δυσεπιχείρητος, προβληματώδης, δυσπερίληπτος, ἄπορος, δύσεργος, χαλεπός, βαρύς
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
δυσεπιχείρητος, προβληματώδης, δυσπερίληπτος, ἄπορος, δύσεργος, χαλεπός, βαρύς