δυσεπιχείρητος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
δυσεπιχείρητον,
A hard to prove, πρόβλημα Arist.APr.42b31.
2 hard to attack, θέσις Id.Top.159a3; πρόβλημα ib.158b16: Sup. -ότατοι τῶν ὅρων ib. 158b8; of a person, J.BJ4.3.10, Plu.2.281a, App.Pun.118.
Spanish (DGE)
-ον
1 de abstr. difícil de abordar, difícil de resolver de problemas, Arist.APr.42b31, cf. Top.158b16
•difícil de contradecir, de impugnar ὅροι Arist.Top.158b8, θέσις Arist.Top.159a3.
2 de pers. irreductible, imposible de dominar de los zelotas, I.BI 4.162, de Herodes, I.AI 15.161, cf. Plu.2.281a, App.Pun.118.
3 de cosas difícil de coger con la mano δ. ... καρπὸς τοῖς κλέπταις Gr.Nyss.Hom.in Cant.274.13.
German (Pape)
[Seite 679] schwer anzugreifen, zu unternehmen, Arist. Topic. 8, 2, öfter, u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δυσεπιχείρητος: за который трудно приняться, представляющий трудности, затруднительный (πρόβλημα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπιχείρητος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, δυσαπόδεικτος, πρόβλημα, θέσις Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 25, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεπιχείρητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα επιχειρείται
2. (για πρόβλημα) δυσαπόδεικτος
3. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα.