Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
μόναρχος, μούναρχος, ταξίλοχος, ἄρχων, ταξίαρχος