краденный
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Russian > Greek
ἁρπαγιμαῖος, ἁρπάγιμος, ἁρπακτός, ἁρπάλιμος, κλεμμάδιος, κλεψιμαῖος, κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, συλήσιος, ὑφαρπάγιμος, φωρίδιος, φώριος