Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀστυτίς, εὐνουχεῖον, θριδακίνη, θρίδαξ, θρῖδαξ, θρόδαξ, καίσαπον, μαρούλιον