независимый
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
Russian > Greek
ἐλευθέριος, αὐτόνομος, ἄναρκτος, αὐτοτελής, αὐτάρκης, αὐτοκράτωρ, ἐλεύθερος, αὐτοκρατής