αὐτοκρατής
English (LSJ)
αὐτοκρατές, ruling by oneself, absolute, independent, νοῦς Anaxag.12; τύχη Hp.Loc.Hom.46; φρήν E.Andr.482 (lyr.); ἀπειθής τε καὶ αὐτοκρατής Pl.Ti.91b; γένεσις οὐδεμία αὐ. ἐστιν Dam.Pr.394; τὸ αὐτοκρατές = power over oneself, independence, free will Plu.2.1026d. Adv. αὐτοκρατῶς = with power over oneself, autocratically, independently Lyd. Mag.1.33.
Spanish (DGE)
-ές
I 1que se gobierna por sí mismo, independiente νοῦς Anaxag.B 12, τύχη Hp.Loc.Hom.46, φρήν E.Andr.482, ἀπειθής τε καὶ αὐτοκρατής Pl.Ti.91b, de pers. dedicadas a la milicia ἅτε καὶ αὐτοκρατεῖς ὄντες D.C.36.36.2
•subst. τὸ αὐτοκρατές = libre arbitrio, independencia del alma, Plu.2.1026c.
2 espontáneo γένεσις Dam.in Prm.394.
II adv. αὐτοκρατῶς = con poder supremo, αὐτοκρατῶς τοὺς πολέμους διοικεῖν Lyd.Mag.1.33.
German (Pape)
[Seite 398] ές, selbstherrschend, eigenmächtig, φρήν Eur. Andr. 483; Plat. Tim. 91 b; Plut. τὸ αὐτοκρατές, die Selbstherrschaft, der freie Wille, de an. procr. e Tim. 27.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui commande par lui-même ou qui commande souverainement, maître absolu ; τὸ αὐτοκρατές = volonté indépendante, libre arbitre.
Étymologie: αὐτός, κράτος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκρατής:
1 свободный, независимый (νοῦς Plat.; φρήν Eur.; λόγος Plut.);
2 самовластный (βασιλεία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν κατὰ τὴν ἰδίαν του θέλησιν, αὐτεξούσιος, ἀπόλυτος κύριος, νοῦς Ἀναξαγ. 8 (πρβλ. αὐτοκράτωρ 3)· τύχη Ἱππ. 423. 5· φρήν Εὐρ. Ἀνδρ. 483· ἀπειθής τε καὶ αὐτ. Πλάτ. Τίμ. 91Β: ‒ τὸ αὐτ., ἡ αὐτοκράτεια, ἡ ἐλευθέρα βούλησις, Πλούτ. 2. 1026C. ‒ Ἐντεῦθεν ῥῆμα αὐτοκρατέω, εἶμαι αὐτοκρατής, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 48: ‒ ὡσαύτως αὐτοκρατητικός, ή, όν, Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. 15. 2, σ. 57 (129Α).
Greek Monolingual
αὐτοκρατής, -ές (Α)
1. αυτός που κυβερνά κατά τη δική του θέληση, αυτεξούσιος, απόλυτος κύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοκρατές
η αυτοκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κρατής < κράτος «ισχύς, δύναμη» (πρβλ. ακρατής, εγκρατής, ισοκρατής)].
Greek Monotonic
αὐτοκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνάται από τον εαυτό του, απόλυτος, αυτοκρατορικός, σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
κρατέω
ruling by oneself, absolute, autocratic, Eur., Plat.
Translations
independent
Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل, حُرّ; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست, سەربەخۆ; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập