непрерывность
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Russian > Greek
συνέχεια, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχές, τὸ ἐνδελεχές, συνεχές, σύμφυσις, συνοχή
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
συνέχεια, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχές, τὸ ἐνδελεχές, συνεχές, σύμφυσις, συνοχή