остающийся

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Russian > Greek

λοιπός, ὑπόλοιπος, κατάλοιπος, παράλοιπος