прижимать
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Russian > Greek
ἐρείδω, ἐγχρίμπτω, ἐγχρίπτω, καταστέλλω, προσπιέζω, προσμάσσω, προσαρμόζω, προσαρμόττω, σφίγγω, συμπιέζω
ἐρείδω, ἐγχρίμπτω, ἐγχρίπτω, καταστέλλω, προσπιέζω, προσμάσσω, προσαρμόζω, προσαρμόττω, σφίγγω, συμπιέζω