пустословие
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Russian > Greek
λαλιά, ἀδολεσχία, σπερμολογία, κενεαγορία, κενοφωνία, ψυχρολογία
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
λαλιά, ἀδολεσχία, σπερμολογία, κενεαγορία, κενοφωνία, ψυχρολογία