пьянящий

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Russian > Greek

μάργος, ταραχώδης, πληκτικός, μεθυστικός, καρηβαρικός