μεθυστικός
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
μεθυστική, μεθυστικόν,
A intoxicating, ἁρμονία Arist. Pol.1342b25.
II of men, given to wine, drunken, Pl. R.573c.
German (Pape)
[Seite 114] zum Berauschen, zur Trunkenheit gehörig, geneigt, nach Phryn. p. 151 statt μέθυσος von Männern zu brauchen; μεθ. καὶ ἐρωτικός vrbdt Plat. Rep. IX, 573 c; ἁρμονία, Arist. pol. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 enclin à l'ivrognerie;
2 qui enivre facilement.
Étymologie: μεθύω.
Russian (Dvoretsky)
μεθυστικός:
1 склонный к пьянству, любящий выпить (μ. καὶ ἐρωτικός Plat.; φίλοινος καὶ μ. Plut.);
2 опьяняющий, пьянящий (ἁρμονία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεθυστικός: -ή, -όν, ὁ μεθύσκων, εἰς μέθην φέρων τινά, ἁρμονία Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ εἰς οἶνον ἔκδοτος, ὁ μεθυσκόμενος, Πλάτ. Πολ. 573C· πρβλ. μέθυσος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεθυστικός, -ή, -όν) μεθυστής
1. αυτός που επιφέρει μέθη ή που κάνει κάποιον να μεθύσει («μεθυστικό ποτό»)
2. μτφ. αυτός που προκαλεί ηδονικό συναίσθημα, ηδονική ζάλη ή ενθουσιασμό, απολαυστικός («μεθυστικό φιλί»)
αρχ.
(για άνδρα) αυτός που είναι επιρρεπής στο μεθύσι, μέθυσος (ὅταν μεθυστικός τε καὶ ἐρωτικὸς καὶ μελαγχολικὸς γένηται», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεθυστικός: -ή, -όν (μεθύσκω),·
I. αυτός που προκαλεί δηλητηρίαση, σε Αριστ.
II. λέγεται για ανθρώπους, παραδομένος στο κρασί, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μεθυστικός, ή, όν μεθύσκω
I. intoxicating, Arist.
II. of men, given to wine, Plat.