разрушитель
Russian > Greek
ταράκτωρ, δηλητήρ, λυμαντήρ, ἀναστατήρ, λυμαντήριος, Ἰνδολέτης, ἀπερωεύς, πορθητής, ἀνατροπεύς, ἀφανιστής, διαλυτής, ἐκπορθήτωρ
ταράκτωρ, δηλητήρ, λυμαντήρ, ἀναστατήρ, λυμαντήριος, Ἰνδολέτης, ἀπερωεύς, πορθητής, ἀνατροπεύς, ἀφανιστής, διαλυτής, ἐκπορθήτωρ