ταράκτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, poet. for ταράκτης, τὸν πόλεως τ. A.Th.572.

German (Pape)

[Seite 1070] ορος, ὁ, poet. statt ταράκτης, πόλεως Aesch. Spt. 554.

Russian (Dvoretsky)

τᾰράκτωρ: ορος ὁ нарушитель мира, носитель смуты, разрушитель (τῆς πόλεως Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰράκτωρ: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ταράκτης, τὸν πόλεως τ. Αἰσχύλ. Θήβ. 572.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ταράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκτωρ)].

Greek Monotonic

τᾰράκτωρ: ὁ, ποιητ. αντί ταράκτης, σε Αισχύλ.