случайно
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Russian > Greek
αὐτομάτως, ἀπο τοῦ αὐτομάτου, ἐκ τοῦ αὐτομάτου, τυχόν, τυχαίως, τυχικῶς, κατὰ συγκυρίαν