стоять
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Russian > Greek
ἐφίστημι, ἐνίστημι, συνασπιδόω, συνασπίζω, στεῦμαι, παρεμποδίζω, στήκω, στατίζω
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
ἐφίστημι, ἐνίστημι, συνασπιδόω, συνασπίζω, στεῦμαι, παρεμποδίζω, στήκω, στατίζω