στατίζω
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
poet. for ἵστημι,
A place, πόδα S.Inach. in PTeb.692 iii 12: —Pass., = ἵσταμαι, stand, E.Alc.89 (lyr.).
II Act. intr., stand, Id.El.316.
2 = στατιωνίζω, POxy.2130.23 (iii A.D.), 65.1 (iii/iv A.D.).
III Med., establish, prove, ὅτι.. Phld.Sign.26.
German (Pape)
[Seite 930] στατίζομαι, poet. statt ἵστημι, ἵσταμαι, im med., Eur. Alc. 90. Das act. braucht Eur. aber auch in intrans, Bdtg, sich stellen, stehen, πρὸς ἕδρας Ἀσιήτιδες δμωαὶ στατίζουσι, Eur. El. 316.
French (Bailly abrégé)
s'arrêter;
Moy. στατίζομαι m. sign.
Étymologie: στατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στατίζω [στατός] act. intrans. en med.-pass. staan.
Russian (Dvoretsky)
στᾰτίζω: стоять (πρὸς ἕδρας, med. ἀμφὶ πύλας Eur.).
Greek Monolingual
Α στατός
1. τοποθετώ
2. στατιωνίζω
3. (το μεσ.) στατίζομαι
α) στέκομαι κάπου
β) προσδιορίζω, αποδεικνύω.
Greek Monotonic
στᾰτίζω: ποιητ. αντί ἵστημι, τοποθετώ, στήνω κάτι όρθιο, — Παθ., = ἵσταμαι, στέκομαι, σε Ευρ.· ομοίως επίσης αμτβ., στην Ενεργ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰτίζω: ποιητ. ἀντὶ ἵστημι, τοποθετῶ· Παθ. = ἵσταμαι, Εὐρ. Ἄλκ. 90. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ὡσαύτως κεῖται ἀμεταβ., ἵσταμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 315. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱερῶνται. αὐλίζονται. ἵστανται».
Middle Liddell
στᾰτίζω, [poetic for ἵστημι
to place: Pass. = ἵσταμαι, to stand, Eur.:—so also intr. in Act., Eur.