сферический
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Russian > Greek
περιφερής, σφαῖρος, περίκυκλος, σφαιρικός, σφαιροειδής, σφαιρόμορφος
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
περιφερής, σφαῖρος, περίκυκλος, σφαιρικός, σφαιροειδής, σφαιρόμορφος