περίκυκλος
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ον, all round, spherical, Tryph. 34; Στέφανος Nonn. D. 25.145; περικύκλῳ, = πέριξ, round about, LXX De. 6.14, Ps. 88 (89).7, Hero Aut. 4.2, Plu. 2.755a, ADysc. Synt. 336.24; in earlier writers divisim, as Pl. Phd. 112e.
German (Pape)
[Seite 581] ὁ, der Umkreis, wie vielleicht Plut. amator. 10 π ερικύκλῳ δραμόντες zu nehmenist. um und um rund, kugelrund, auch περικύκλιος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίκυκλος: -ον, ὅλος κυκλοτερής, σφαιροειδής, ὁλοστρόγγυλος, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 34· στέφανος Νόνν. Δ. 25. 145· ― περικύκλῳ = πέριξ, ὁλόγυρα, δύναται νὰ θεωρηθῇ καλῶς ἔχον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 14, Ψαλμ. ΠΗ΄, 8, κτλ.)· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 112Ε, Πλουτ. 2. 755Α, ἀποκατεστάθη, περὶ κύκλῳ πρβλ. Τίμ. 40Α, Νόμ. 964Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος
2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ
γύρω γύρω, ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κύκλος (πρβλ. υπόκυκλος)].
Translations
spherical
Arabic: كُرَوِيّ; Armenian: գնդաձեւ; Assamese: ঘূৰণীয়া, গোল, টুপুৰা; Asturian: esféricu; Bulgarian: сферичен, кълбовиден; Burmese: လုံး; Catalan: esfèric; Chinese Mandarin: 球形的, 球面的; Czech: kulovitý; Danish: sfærisk; Dutch: bolvormig; Esperanto: sfereca; Estonian: sfääriline; Finnish: pallomainen, pyöreä; French: sphérique; Galician: esférico; Georgian: სფერული; German: kugelförmig, sphärisch, kugelig; Greek: σφαιρικός; Ancient Greek: περίκυκλος, σφαιρικός, σφαιροειδής, σφαιρόμορφος; Hungarian: gömbölyű; Indonesian: bulat; Irish: sféarúil; Italian: sferico; Latin: globosus; Norwegian Bokmål: sfærisk; Nynorsk: sfærisk; Occitan: esferic; Ottoman Turkish: یومرو, طوپاق; Pashto: غونډ; Plautdietsch: runt; Polish: sferyczny, kulisty; Portuguese: esférico; Romanian: sferic; Russian: сферический; Scots: spherical; Spanish: esférico; Sundanese: buleud; Swedish: sfärisk, klotformad; Tagalog: timbulugin, timbulog; Ukrainian: сферичний, кулястий