Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
ἀποστραγγαλίζω, διάγχω, στραγγαλάω, σφίγγω, ἄγχω, ἀπάγχω