умеренно
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
αἴσιμα, εὐτάκτως, ἐγκρατῶς, ἐγκρατέως, συμμέτρως, ἐμμελῶς, ἐμμελέως, ἐπιεικῶς, μέσως, μετρίως, μετριοπαθῶς