ἀβαδής

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek (Liddell-Scott)

ἀβαδής: -ές, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἔτι βαδίζειν, Εὐθαλ. Προλ. εἰς Ἀποστ. Πραξ. 404, «οἷά τις πῶλος ἀβαδής

Spanish (DGE)

-ές
indómito de un caballo, Euthal.Act.M.85.629A.
• Etimología: ἀ- priv. y raíz de βαίνω q.u., c. suf. -δ- como en βάδην, ἐμβάδες, etc.