ἀγασώς

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγᾰσώς: Λακων. πληθ. αἰτιατ. τοῦ ἀγαθός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1301.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰσώς: Arph. лак. acc. pl. к ἀγαθός.