ἀγελοκόμος

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγελοκόμος: ὁ, ὁ τῆς ἀγέλης ἐπιμελούμενος, ἀγελάρης, Παλλάδ. βί. Χρυσ. σ. 34.