ἀγριηνός

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριηνός: -ή, -όν, = ἄγριος, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 79.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: ἀγρί- ed.
salvaje πετεινά Orac.Sib.7.79.