ἀδιέργαστος

English (LSJ)

ἀδιέργαστον, not wrought out, unfinished, Isoc.12.268, Poll.6.143. Adv. ἀδιεργάστως ib.144.

Spanish (DGE)

-ον
1 no bien trabajado, sin perfeccionar λόγος Isoc.12.268, cf. Poll.6.143.
2 adv. -ως sin perfeccionar Poll.6.144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non achevé.
Étymologie: , διεργάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιέργαστος: -ον, ὁ μὴ ἐντελῶς εἰργασμένος, ἀτελείωτος, Ἰσοκρ. 289B, (πρβλ. ἀδιεξέργαστος), Πολυδ. 6. 144, ὅστις μνημονεύει καὶ τὸ ἐπίρρ. -τως.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιέργαστος: недоработанный (λόγος ἡμιτελὴς καὶ ἀ. Isocr.).

German (Pape)

nicht fertig gearbeitet, λόγον μὴ καταλιπεῖν ἡμιτελῆ μηδ' ἀδ. Isocr. 12.268.