ἀδικημένος

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek (Liddell-Scott)

ἀδικημένος: (= ἀδικούμενος) μτχ. Ἐπιγρ. Τεγέας L. et F. 340 e.