ἀδυνάστευτος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῠνάστευτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δυνάστην, Συνέσ. 19C.
Spanish (DGE)
-ον
que no está bajo una ley absoluta, libre δῆμος Synes.Regn.17 (p.39).
German (Pape)
unbeherrscht, Sp.