ἀεροβάμων

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι πορευόμενος, ἀεροβάτης, ἐπὶ πτηνῶν, πρβλ. Λοβ. Φρύν. σ. 431.

Spanish (DGE)

-ον que anda por el aire Steph.in Rh.312.24.