ἀεροβάμων
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι πορευόμενος, ἀεροβάτης, ἐπὶ πτηνῶν, πρβλ. Λοβ. Φρύν. σ. 431.
Spanish (DGE)
-ον que anda por el aire Steph.in Rh.312.24.