ἀετόμορφος

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek (Liddell-Scott)

ἀετόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα ἀετοῦ, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Πολ. 134.

Spanish (DGE)

-ον
de forma de águilacomo epít. de Zeus, Ps.Callisth.2.4E, ἀετόμορφος <ὁ> βασιλικὸς μετὰ τῆς πρὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐμπαθείας Procl.in R.2.319.