ἀζυμοφαγία

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀζυμοφαγία: τὸ ἐσθίειν ἄζυμον ἄρτον, Ἰουστ. Μάρτ. 231D (κατὰ πληθ.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
acción de comer pan sin levadura Gr.Nyss.Res.294.19, Aug.C.Faust.6.1, 19.5
en plu. la Pascua μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας τῶν ἀζυμοφαγιῶν Iust.Phil.Dial.14.3.